κομητης

κομητης
    κομήτης
    I
    -ου adj.
    1) с волосами на голове
    

(φαλακροὴ καὴ κομήται Plat.)

    2) волосатый, косматый
    

(τὰ σκέλη Luc.)

    3) носящий длинные волосы, кудрявый Arph.
    4) оперенный
    

(ἰός Soph.)

    5) покрытый растительностью, цветущий
    

(λειμών Eur.)

    6) обвитый
    

(θύρσος κισσῷ κ. Eur.)

    II
    -ου ὅ (sc. ἀστήρ) комета Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κομητης" в других словарях:

  • Κομήτης — wearing long hair masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομήτης — wearing long hair masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας …   Dictionary of Greek

  • κομήτης — ο ουράνιο σώμα που εμφανίζεται κατά μακρά χρονικά διαστήματα και ακολουθείται από φωτεινή ουρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κομῆτα — κομήτης wearing long hair masc voc sg κομήτης wearing long hair masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόμητα — Κομήτης wearing long hair masc voc sg Κομήτης wearing long hair masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κομητᾶν — Κομήτης wearing long hair masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομητᾶν — κομήτης wearing long hair masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κομητέων — Κομήτης wearing long hair masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομητέων — κομήτης wearing long hair masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κομητῶν — Κομήτης wearing long hair masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»